ἀξίωμα

ἀξίωμα
ἀξί-ωμα, ατος, τό,
A that of which one is thought worthy, an honour,

γάμων . . ἀξίωμ' ἐδέξατο E.Ion62

; οἳ τὰς πόλεις ἔχουσι κἀξιώματαib. 605;

κοινῆς τραπέζης ἀ. ἔχειν Id.Or.9

; τὸ τῆς πόλεως ἀ. the dignity of the city's representative, D.18.149.
2 honour, reputation, E.Supp. 424, Th.2.65, etc.;

ὢν ἐν ἀξιώματι ὑπὸ τῶν ἀστῶν Id.6.15

;

τὸ τῶν ἐλευθέρων γυναικῶν ἀ. D.59.113

: c. gen. objecti, ἀ. ἔχειν ἀρετῆς claim on ground of merit, Arist.Pol.1281b25.
3 rank, position,

ἀξιώματος ἀφάνεια Th.2.37

;

γένει καὶ τοῖς ἄλλοις ἀξιώμασιν Isoc.19.7

.
4 of things, worth, quality,

οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀ. Th.5.8

.
5 concrete, things of dignity, Philostr.VS2.5.4.
II that which is thought fit, decision, decree,

δαιμόνων S.OC1452

, cf. 1459;

τὰ τῶν προγόνων ἀ. D.18.210

;

ἀ. κενὰ καὶ νομοθεσίαι Epicur.Ep.2p.36U.

2 in Science, that which is assumed as the basis of demonstration, selfevident principle, Arist.Metaph.997a7, 1005b33, APo.72a17, Polystr. p.16 W.:—Math., axiom, Arist.Metaph.1005a20, etc.; philosophical doctrine, τὸ Ζήνωνος ἀ. ib.1001b7, cf. Xen.979b22; logical proposition, Chrysipp.Stoic.2.53,63, etc.
3 request, petition,

ἱκετικὸν ἀ. BGU1053ii7

(i B. C.), cf. Plu.2.633c.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀξίωμα — that of which one is thought worthy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αξίωμα — (Μαθημ.)Κάθε μαθηματική θεωρία κατασκευάζεται κατά τον ακόλουθο τρόπο: αναχωρεί κανείς από ένα σύνολο αφηρημένων στοιχείων, τα οποία είναι υποχρεωμένα να ικανοποιούν ορισμένες ιδιότητες που ονομάζονται α. της θεωρίας και οι οποίες χαρακτηρίζουν… …   Dictionary of Greek

  • αξίωμα — το, ατος 1. κάποια ανώτερη θέση στην κοινωνία ή την πολιτεία: Στη ζωή του είχε πάρει πολλά αξιώματα. 2. γνώμη με γενικό κύρος: Ως αξίωμά του είχε να περάσει άγνωστος τη ζωή του. 3. (μαθημ. λογ.), πρόταση φανερή από μόνη της, που δεν αποδείχνεται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λογοθέτης — Αξίωμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, που σχετιζόταν με τη διαχείριση των κρατικών υποθέσεων. Ο κυριότερος ήταν ο μέγας λ., αξίωμα ανάλογο με εκείνο του σημερινού πρωθυπουργού. Οι διάφοροι άλλοι λ. του Βυζαντίου ασκούσαν, ανάλογα με τον… …   Dictionary of Greek

  • γυμνασίαρχος — Αξίωμα στην αρχαία Ελλάδα, που αποκτούσαν οι πιο σημαντικοί και πλούσιοι πολίτες. Ο γ. ήταν επιφορτισμένος με την επίβλεψη των παιδιών και των εφήβων που γυμνάζονταν και εκπαιδεύονταν στους χώρους άσκησης, στα γυμνάσια και στις παλαίστρες.Το… …   Dictionary of Greek

  • καγκελάριος — Αξίωμα που πρωτοεμφανίστηκε στους ρωμαϊκούς χρόνους και κατά τον Μεσαίωνα υπήρξε αντίστοιχο του πρωθυπουργού (διατηρείται και σήμερα σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γερμανία και η Αυστρία) ή του υπουργού Εξωτερικών. Βλ. λ. καγκελαρία. Στη… …   Dictionary of Greek

  • τἀξίωμ' — ἀξίωμα , ἀξίωμα that of which one is thought worthy neut nom/voc/acc sg ἀ̱ξίωμαι , ἀξιόω think perf ind mp 1st sg (doric aeolic) ἐξίωμι , ἔξειμι 2 sum pres subj act 1st sg (epic) ἐξίωμι , ἐξίημι send out pres subj act 1st sg (epic) ἐξίωμαι ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀξίωμα — ἀξίωμα , ἀξίωμα that of which one is thought worthy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξίωμ' — ἀξίωμα , ἀξίωμα that of which one is thought worthy neut nom/voc/acc sg ἀ̱ξίωμαι , ἀξιόω think perf ind mp 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιωμάτων — ἀξίωμα that of which one is thought worthy neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιώμασι — ἀξίωμα that of which one is thought worthy neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”